στοχαζούμενος
Смотреть что такое "στοχαζούμενος" в других словарях:
στοχαζούμενος — η, ο, Ν 1. στοχαστικός, αυτός που μιλάει και ενεργεί με περίσκεψη 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) στοχαζούμενα με περίσκεψη, με φρόνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < στοχάζομαι, κατά τις μτχ. σε ούμενος τών ρ. σε έω (πρβλ. χρειαζ ούμενος, τρεχ ούμενος)] … Dictionary of Greek